- αγνωμονεύω
- ἀγνωμονεύω (Α)βλ. αγνώμονα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνώμων + κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή … Dictionary of Greek